- διαμειδιάσαντα
- διαμειδιά̱σαντα , διαμειδιάωsmileaor part act neut nom/voc/acc pl (attic doric)διαμειδιά̱σαντα , διαμειδιάωsmileaor part act masc acc sg (attic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.